Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Τα μεγαλύτερα εγκλήματα γίνονται στο όνομα της δημοκρατίας


Σήμερα στα δικαστήρια της Ευελπίδων έχουν την "τιμητική" τους οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι.

Τα δικαστήρια μυρίζουν '67, τανκς και ΕΑΤ-ΕΣΑ.

Αυτοί που τόσα χρόνια καταστρέφουν τις ζωές μας, στέκονται απέναντι μας και μας κουνάνε το δάχτυλο.

Αυτοί που, ως νέα τάγματα εφόδου κι ασφαλείας (γερμανικά SA και SS), κυνηγούν και επιτίθενται στους εξαθλιωμένους και τους αγωνιστές, κυκλοφορούν ελεύθεροι, παρεχόμενοι δηλαδή πλήρη πολιτική κάλυψη απ'το καθεστώς, προστατεύονται και ενισχύονται απ'τις θεσμιμένες ακροδεξιές συμμορίες της Αστυνομίας (ΜΑΤ,ΔΙΑΣ,ΔΕΛΤΑ κλπ).

Αυτοί (σ.σ. οι τελευταίοι) που σε κάθε αντίδραση γεμίσαν τα πνευμόνια μας με χημικά,τα σώματά μας με μελανιές,τα κεφάλια μας με αίμα, από την Κυριακή έχουν επιδωθεί σε ένα όργιο βασανιστηρίων των κρατουμένων,με ηλεκτροσόκ,εξευτελιστικα γδυσίματα,τραβήγματα μαλλιών,ξυλοφόρτωμα,άρνηση νοσηλείας και καταγραφή όλων των παραπάνω και άλλων ακόμα πιο ανατριχιαστικών από τους βασανιστές για το "προσωπικο αρχείο" τους.

Αυτοί που πριν 4 χρόνια αποκαλούσαν τα παιδιά σου "κουκουλοφόρους" και "μπαχαλάκηδες", "παιδιά χωρίς μέλλον και όραμα" που "καίνε την Αθήνα χωρίς λόγο και αιτία", πέρσυ βάλλονταν εναντίον των "αγανακτισμένων πλατειών" μιλώντας για περιθωριοποιημένα στοιχεία που έχουν καταλάβει και λυμαίνουν τις πλατείες,ντροπιάζοντας την χώρα στο εξωτερικό. Τον φλεβάρη βάφτισαν κι εσένα(που κατέβηκες στην μεγαλειώδη διαδήλωση της 12ης Φλεβάρη και στήριξες έστω και ψυχολογικά τα στημένα πύρινα οδοφράγματα) κουκουλοφόρο,ασφαλίτη,πράκτορα και προβοκάτορα.
Πριν μερικές μέρες βάφτισαν πάλι τους γείτονες και τα παιδιά σου τρομοκράτες,και δημοσίευαν τις φωτογραφίες τους,σκυλεύοντας τους ως άλλους επικυρηγμένους σε σαλούν του φαρ ουέστ.
Πριν 5 μέρες βάφτισαν τους αντιφασίστες "άκρο" και τους φασίστες "κατοίκους". Και χθές βάφτισαν "άκρα" και τους συναδέλφους σου,τους φίλους σου,που 6 μήνες δουλεύουν απλήρωτοι σαν σκλάβοι(ή μάλλον χειρότερα από σκλάβοι,αφού ούτε για το φαί τους δεν πληρώνονταν)!

Το γράμμα με τις 3 γραμμές των συντρόφων,γραμμένο μέσα από τις αίθουσες των χουντικών δικαστικών αποφάσεων,όσο απλοϊκό σύντομο και συναισθηματικό κι αν είναι,περιλαμβάνει όλη την ουσία.:



"Σήμερα εμφύλιος πόλεμος κηρύχθηκε από το κράτος. Όσους δεν σκοτώνουν τα μαχαίρια των φασιστών, τους στέλνουν στη φυλακή, χουντικές δικαστικές αποφάσεις.

Καλούμε τους αγωνιστές και όσους νιώθουν πώς ΑΞΙΟΠΡΕΠΙΑ, ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ, ΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ δεν είναι κενές λέξεις, αλλά στάση ζωής, να συνειδητοποιήσουν την ιστορική στιγμή που ζούμε και να πράξουν ανάλογα.

Οι Ιδέες δεν καταστέλλονται και δεν φυλακίζονται.



Οι 15 συλληφθέντες, αντιφασιστές – αντιφασίστριες."




Αυτά τα λίγα λόγια άκουσα,απ'τα χείλη της συντρόφισσας που μας μετέφερε χθες αργά το βράδυ το χειρόγραφο των παιδιών,και η τρίχα μου σηκώθηκε,και τα μάτια μου βούρκωσαν.

Ο εμφύλιος έχει ξεκινήσει απο καιρό,αλλά δεν είχε κυρηχθεί επίσημα. Εχθές,έμμεσα,κυρήχθηκε κι επίσημα.

ΤΑ ΑΝΤΙΠΑΛΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΧΩΡΙΖΟΝΤΑΙ ΞΑΝΑ.
Ή ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΟΜΕΝΟΥΣ Ή ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ.
Ή ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΠΙΕΣΜΕΝΟΥΣ Ή ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΠΙΕΣΤΕΣ.
Ή ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ Ή ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ.

ΠΛΗΡΗ ΚΑΙ ΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ 15 ΣΥΛΛΗΦΘΕΝΤΕΣ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΕΣ/ΑΝΑΡΧΙΚΟΥΣ!
ΠΛΗΡΗ ΚΑΙ ΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ 4 ΣΥΛΛΗΦΘΕΝΤΕΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΟΥΣ!
ΠΛΗΡΗ ΚΑΙ ΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ ΣΥΛΛΗΦΘΕΝΤΕΣ ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΣΚΑΡΑΜΑΓΚΑ!
ΠΛΗΡΗ ΚΑΙ ΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ Ή ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΝ ΟΜΗΡΟΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ.

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

η αριστερά στην ελλάδα του σήμερα: πιο καθεστωτικός πεθαίνεις.



αρχική ιδέα από περδικολάριο.






Στο βωμό της κοινωνικής τάξης κι ασφάλειας και με φόντο επερχόμενες εκλογές, κάποιοι συνεχίζουν να βλέπουν φαντάσματα.




----------------- ΒΡΕΙΤΕ ΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ -----------------

ΚΚΕ:
«Το ΚΚΕ καταγγέλλει το κρατικό σχέδιο καταστολής και τρομοκράτησης του λαού που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Την ώρα που τα κόμματα της πλουτοκρατίας και της ευρωλυκοσυμμαχίας εκβιάζουν και απειλούν το λαό και ετοιμάζονται να ψηφίσουν το μνημόνιο της λαϊκής χρεοκοπίας, διάφοροι μηχανισμοί πυρπολούν κτήρια για να διαμορφωθεί το σκηνικό της καταστροφής που φέρνουν στο λαό. Λίγο πριν τα ΜΑΤ και κουκουλοφόροι έδρασαν συντονισμένα ενάντια στις μεγαλειώδεις λαϊκές διαδηλώσεις για να τις διαλύσουν.»

ΣΥΡΙΖΑ:
«Την ίδια στιγμή, οι δυνάμεις της κρατικής καταστολής χτυπούσαν ειρηνικούς διαδηλωτές ενώ άφηναν ανενόχλητες δυνάμεις παρακρατικές να καίνε την Αθήνα. Αυτή είναι η εικόνα που θέλουν να μεταφέρουν τα διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα. Όχι η εικόνα ενός λαού που αγωνίζεται για το δίκιο του αλλά η εικόνα του παρακράτους και της καταστροφής. Δεν θα πτοηθεί ο ελληνικός λαός. Τα σχέδια της προβοκάτσιας θα επιστραφούν. Ο ελληνικός λαός θα αγωνιστεί για να διεκδικήσει τη λαϊκή του κυριαρχία που του στερείται, τη δημοκρατία, την ανεξαρτησία. Κανένα συγχωροχάρτι σε μία κυβέρνηση που εκμεταλλεύεται τον φόβο και τον τρόμο και αφήνει ιστορικά κτίρια στο κέντρο της Αθήνας να καίγονται από βανδάλους που μπορεί να ελέγξει.»

ΝΑΡ:
«Το σχέδιο δημιουργίας συνθηκών ακαθόριστης αστάθειας, που θα διευκολύνει κάθε είδους κρατικά – κυβερνητικά σχέδια για την επιβολή κλίματος κατάστασης έκτακτης ανάγκης, εξυπηρετούν και οι δεκάδες εμπρησμοί στο κέντρο της Αθήνας. Οι περισσότεροι ξεπήδησαν σε σημεία που δρούσαν μεγάλες δυνάμεις της αστυνομίας και της ασφάλειας.(....)
Γιατί, αυτοί που βάζουν απέναντί τους εργαζόμενους και τη νέα γενιά, αυτοί που σπέρνουν τη φτώχεια, θα θερίσουν την κοινωνική εξέγερση.»


-Όταν όλοι εσείς μιλάτε για εξέγερση, αλήθεια πώς ακριβώς την φαντάζεστε;

Εεε, ωωω, μπάχαλα, συγκρούσεις και μίσος ταξικό!

Μερικές διθυραμβικές γραμμές για την Κυριακή 12 Φλεβάρη και μια κριτική στο «κίνημα»


Γράφει ο El Toto

Πήγα και ‘γω στην συγκέντρωση της Κυριακής, η οποία ήταν η κορύφωση μετά την 48ωρη γενική απεργία και μπορώ να πω πως δύο πράγματα είναι σίγουρα. Καταρχάς ότι το πλήθος ήταν μαζικότατο και κατά δεύτερον ότι οι συγκρούσεις έχαιραν τεράστιας κοινωνικής αποδοχής και επιδοκιμασίας. Όποιος πει το αντίθετο, είτε είναι ψεύτης είτε δεν ήταν εκεί!

Για πρώτη φορά δεν χρειάστηκε να απαντήσω ο ίδιος στις φωνές που έβλεπαν σκεπτικιστικά τις συγκρούσεις με τους μπάτσους. Το κλίμα ήταν τέτοιο που ακόμη και αυτές οι απόψεις αρθρώνονταν με τρομερό δισταγμό. Και αυτό όχι από φόβο αλλά από εσωτερική ανησυχία. Ομολογώ πως καιρό είχα να έρθω στην μπροστινή γραμμή της σύγκρουσης με κόσμο που ούτε καν ήξερα. Τόσο που για λίγο είχα φρικάρει και δεν ήξερα αν ο διπλανός μου με το κασκολάκι «hellas» ήταν φασίστας, αγανακτισμένος ή χουλιγκάνος.

Ο κόσμος αν και εξαιρετικά ετερόκλητος, ενωνόταν γύρω από κάτι συγκεκριμένο. Και αυτό ήταν η φωτιά της εξέγερσης. Όσο «ρομαντικό» ή «ποιητικό» και αν ακούγεται, σε περίοδο οξυμένης ταξικής πάλης σαν κι αυτή που διανύουμε, η ουσία αυτού, αποκτά σάρκα και οστά. Εξηγώντας, το περίεργο με αυτό που λέγεται εξέγερση είναι ότι ενώ μέσα σου νιώθεις αποφασισμένος να εκπληρώσεις το σκοπό σου, ο ίδιος ο σκοπός παραμένει ακαθόριστος. Γι’ αυτό και λέμε ότι επανάσταση είναι η εξέγερση που έχει λήξει τα προτάγματα και τους στόχους της. Ακόμη και έτσι, η αυθόρμητη αυτή διαδικασία γεννάει, μέσω της πράξης, συνειδήσεις. Όπως και με τον Δεκέμβρη του ’08, η αφετηρία όλων μας ήταν κοινή. Αυτή τη φορά, ο κόσμος της Εργασίας είχε έρθει σε οριακά επίπεδα με την επίθεση του Κράτους-Κεφαλαίου και γύρισε λίγη από την βία που βιώνει στην καθημερινότητα του πίσω.

Ακριβώς, επειδή ήταν ετερόκλητος ο κόσμος και πολύ πιθανόν από διαφορετικές ταξικές καταβολές, το ζήτημα του βανδαλισμού (επιχειρηματικής) ιδιοκτησίας ήταν για λίγο taboo. Ακούγονταν φωνές από διαφορά άτομα πως δεν μας φταίνε τα μαγαζιά και οι επιχειρηματίες. Για άλλη μια φορά ο εχθρός ήταν αόριστος. Αλλά αυτό το συναίσθημα, καταποντίστηκε μετά από λίγο από ένα άλλο, το οποίο έλεγε ότι η πόλη μας ανήκει. Το συναίσθημα δηλαδή που σπάει όλα τα αστικά ιδεολογήματα περί ιδιοκτησίας και νομιμοφροσύνης και λέει στην πράξη ότι εμείς είμαστε οι παραγωγοί του πλούτου, τα πάντα χτίστηκαν στις δικές μας πλάτες και έτσι τα πάντα μας ανήκουν.

Ακούγεται πάλι, από ανθρώπους, οι οποίοι (υποτίθεται) βάζουν το κοινωνικό-ταξικό ζήτημα αναδιανομής του πλούτου στην ατζέντα τους, το «καταδικαστέο» ζήτημα του «πλιάτσικου» ως κλοπή. Απαντάμε. Αν το να πάρεις προϊόντα ή λεφτά από ένα μαγαζί, στην καλύτερη για να τα «σκοτώσεις» στο μοναστηράκι είναι κλοπή, το να υποδουλώσεις την εργατική τάξη να δουλεύει με 400 ευρώ, τι είναι; Το ζήτημα της αναδιανομής του πλούτου λύνεται με 3 τρόπους: Είτε με την φυσική εξόντωση των καταπιεσμένων, είτε με την ιλλεγκαλιστική λύση της ιδιοποίησης των προς το ζην, είτε με αλλάγη των σχέσεων ιδιοκτησίας-παραγωγής, δλδ με επανάσταση. Όπως και να ‘χει τα πάντα μας ανήκουν, δικαιωματικά. Ο μόνος που μπαίνει μπροστά μας στο να τα πάρουμε στα χέρια μας, είναι το αστικό κράτος ως μπράβος του Κεφαλαίου.
Αρκετά, λοιπόν, μας τα έπρηξε η εκφυλισμένη μικροαστική αριστερά της προόδου με τους αθώους μικροαστούς και μεσοαστούς μαγαζάτορες. Εκφυλισμένη πάνω από όλα γιατί στην προσπάθεια της να συνάψει συμμαχίες με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα έχει ξεχάσει από πού ήρθε και που πάει.

Το πιο γελοίο δε, είναι ότι όταν το αστικό πολιτικό σύστημα τρίζει συθέμελα φοβούμενο την κοινωνική έκρηξη, όταν τελικά αυτή η έκρηξη επέρχεται, η σάπια αφομοιωμένη αριστερά, συντάσσεται με «στοκχολμικά» αντανακλαστικά, με το αστικό μπλοκ καταδικάζοντας τα… «επεισόδια που δημιουργούν παρακρατικοί σε συνεργασία με την αστυνομία» ή «τις μειοψηφίες που αμαυρώνουν ειρηνικές διαδηλώσεις». Σάμπως δεν μας έχουν κυρήξει πόλεμο; Μια «ειρηνική διαδήλωση» είναι μια παθητική διαδήλωση, τελείως αναντίστοιχη της βίας του αντιπάλου. Αλλά ακόμη και αυτό για τους γκάντι των μητροπόλεων είναι ακραίο. Κι αυτό γιατί, χαμένη στην μετάφραση (η αριστερά), φοβάται να έρθει σε ρήξη με το υπάρχων οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Έχει ξεχάσει ότι οι νόμοι αντικατοπτρίζουν απλά τους συσχετισμούς δύναμης στην πάλη δυο αντιμαχόμενων τάξεων και δεν είναι a priori κάτι που είναι και για να τηρείται.

Εγκλωβισμένη στην ίδια την αντίφαση της ύπαρξης της και μην έχοντας απολύτως καμία πρόταση για το τι μέλι γενέσθαι πέφτει λουκούμι στα αστικά κόμματα που της βάζουν ψευτοδιλήμματα όπως «ναι ή όχι» στην μνημόνιο 2, και οι ίδιοι τα αποδέχονται και το προχωράνε ένα βήμα παραπάνω ζητώντας εκλογές, δείχνοντας ξεκάθαρα την ρεφορμιστική τους φύση, η οποία επιδιώκει έναν καπιταλισμό με άλλο πρόσωπο, ο οποίος δυστυχώς γι’ αυτούς έχει χρεοκοπήσει σαν μοντέλο, ανεπίστρεπτη.

Τόσο το χειρότερο για όλους αυτούς βέβαια, γιατί αυτή τη φορά το δίλημμα «Καπιταλισμός ή Επανάσταση» δεν μπαίνει από το κίνημα αλλά από την ίδια την αστική εξουσία. Όποιος δεν απαντάει το δεύτερο θα πνιγεί στις αντιφάσεις του και θα χαθεί στα χρονοντούλαπα της ιστορίας.

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Λίγες (χαωτικές) σκέψεις για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο…


Βλέπω κινηματογράφο, με σοβαρούς όρους, εδώ και 15 χρόνια. Με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τις ταινίες του άρχισα να ασχολούμαι πολύ πιο πρόσφατα, μόλις τα τελευταία δυο-τρία χρόνια και μετά από πολλές αναβολές αφού η κυρίαρχη εικόνα μέσω της οποίας πλασάρεται ο Αγγελόπουλος είναι αποτρεπτική για να ασχοληθείς μαζί του. Όταν τελικά το πήρα απόφαση και άρχισα σταδιακά να βλέπω τις ταινίες του, χωρίς υπερβολή, άλλαξε ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμουν μέχρι εκείνη την στιγμή το σινεμά, άνοιξαν νέοι ορίζοντες μπροστά μου αναφορικά με την 7η τέχνη. Οι ταινίες του με μάγεψαν. Όσο παρακολουθούσα την κάθε μια από αυτές ήταν σαν να με έπαιρναν από την πραγματικότητα και να με τοποθετούσαν μέσα στην δικιά τους. Αυτό που δεν κατάλαβα, με την πρώτη, ήταν γιατί τελικά ο Αγγελόπουλος θεωρούταν ένας δύσκολος σκηνοθέτης. Θα μπορούσα να κατανοήσω κάποιον που θα μου έλεγε πως είναι ένας βαρετός σκηνοθέτης. Δεν θα συμφωνούσα αλλά θα το καταλάβαινα. Δύσκολος όμως γιατί; Γρήγορα αντιλήφθηκα τον λόγο. Ναι, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, για τους πολλούς, δεν ήταν απλά ένας βαρετός σκηνοθέτης. Ήταν δύσκολος. Πολύ δύσκολος…

Όταν «ανακάλυψα» τον Αγγελόπουλο ήμουν ήδη πολιτικά κατασταλαγμένος. Είχα κάνει μια ξεκάθαρη επιλογή όσον αφορά «την πλευρά» στην οποία τοποθετώ τον εαυτό μου. Ο Αγγελόπουλος, μέσα από τις ταινίες του, απευθυνόταν σε όσους βρίσκονταν σε αυτή την πλευρά. Επιχειρούσε να ανοίξει έναν διάλογο μαζί τους, να τους κάνει να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν μαζί του αλλά αφού πρώτα τους ταξιδεύσει και τους ανατριχιάσει με την μαγεία των εικόνων του και των νοημάτων πίσω από τις εικόνες του. Όσοι, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, δεν βρίσκονταν σε αυτή την πλευρά δεν τον ενδιέφεραν και αυτός ήταν τελικά ο λόγος που οι ίδιοι τον θεωρούσαν δύσκολο. Δεν μιλούσε την γλώσσα τους γιατί του άρεσαν οι «εσωτερικοί» διάλογοι. Ήθελε να εκφράσει αυτά που είχε στο μυαλό του χωρίς να κάνει ούτε μια έκπτωση στον τρόπο που του άρεσε να τα εκφράζει και αυτό τον καθιστούσε δύσκολο στο ευρύ κοινό. Δεν τον ενδιέφερε άλλωστε το ευρύ κοινό, γραμμένο το είχε. Θα μπορούσαμε τελικά να πούμε πως ο Τεό ήταν ένας μεγάλος ελιτιστής; Και βέβαια θα μπορούσαμε να το πούμε και μάλλον θα είχαμε δίκιο. Ο Τεό ήταν μεγάλος, πολύ μεγάλος ελιτιστής. Και όμως αυτός ο ελιτισμός του τον έκανε, στην πραγματικότητα, και πολύ μεγάλο σαν δημιουργό. Εν τέλει, χαίρομαι που άργησα να τον ανακαλύψω. Αν έβλεπα τις ταινίες του όταν ήμουν απολίτικος, μάλλον θα τον είχα απορρίψει.

Όπως συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, έτσι και τώρα, από την στιγμή που ο Αγγελόπουλος πέθανε ακούμε και διαβάζουμε, από ανθρώπους της αριστεράς κατά κύριο λόγο, «πολιτικοποιημένα» αντίο προς το πρόσωπό του. Μέχρι και το ΝΑΡ (το οποίο, ως γνωστόν, ο Αγγελόπουλος συμπαθούσε) εξέδωσε ανακοίνωση για τον θάνατο του. Η απώλεια του Αγγελόπουλου μετριέται από πολύ κόσμο σαν η απώλεια ενός ανθρώπου που αποτελούσε κομμάτι του κινήματος. Είναι η φυσική συνέχεια μιας αντίληψης που θεωρεί ότι όσο πιο στρατευμένο είναι το έργο ενός καλλιτέχνη τόσο πιο… «δικός μας» είναι. Όσο και αν έχω διαμορφωθεί σαν χαρακτήρας από στρατευμένους καλλιτέχνες, όσο και αν οι αγαπημένοι μου δημιουργοί έχουν να επιδείξουν κατά κύριο λόγο «πολιτικό» έργο, δεν θα μπορούσα να διαφωνώ πιο πολύ με την συγκεκριμένη αντίληψη και αισθάνομαι την ανάγκη να διαχωρίσω τους λόγους της λύπης μου για τον θάνατο του Αγγελόπουλου. Αν υπάρχει κάτι που γίνεται πιο φτωχό με τον θάνατο του Τέο, αυτό είναι το παγκόσμιο σινεμά. Τίποτα άλλο. Ο θάνατός του δεν θα επηρεάσει τίποτα όσον αφορά τον καθημερινό αγώνα και το πρόσωπό του δεν μπορεί να γίνει κανενός είδους σύμβολο για τίποτα από αυτά που αξίζει να αγωνίζεσαι. Κυρίως, γιατί ο Αγγελόπουλος όσο και αν μας έχει ανατριχιάσει, όσο και αν μας έχει ταξιδεύσει, όσο και αν μας έχει προβληματίσει, δεν ήταν και δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι «ένας από εμάς».

Ο Αγγελόπουλος είχε κομμουνιστή πατέρα, μεγάλωσε με τις διηγήσεις του και έφτιαξε μέσα στο κεφάλι του έναν κομμουνιστικό αξιακό κώδικα. Το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του όμως ήταν ένας αστός, ξεκομμένος και απόμακρος από το καταπιεσμένο κομμάτι της κοινωνίας, πράγμα λογικό με βάση την ίδια την ταξική του θέση. Όσο πιο πολύ εδραιωνόταν σαν δημιουργός μάλιστα, όσο πιο πολύ διεθνώς αναγνωριζόταν και όσο πιο αγαπημένο «εξαγώγιμο προϊόν» του ελληνικού κράτους γινόταν, τόσο περισσότερο «αποκομμουνιστικοποιούνταν» οι ταινίες του. Δεν είναι τυχαίο πως από τις τέσσερις δεκαετίες καριέρας του, μόλις η πρώτη (αυτή του ‘70) ήταν η πραγματικά στρατευμένη του. Ο Αγγελόπουλος δεν ήταν κομμουνιστής γιατί δεν είχε την ανάγκη να είναι. Ο Αγγελόπουλος ήταν ένας προοδευτικός τύπος για τα δεδομένα της αστικής τάξης και μέχρι εκεί. Ήταν ότι και πολλοί ακόμα «προοδευτικοί καλλιτέχνες», μικρότερου βεληνεκούς από τον ίδιο. Κάποιος που μπορούσε να βλέπει από μακριά μια αγαπημένη κατάσταση, να την εξετάζει, να την αφουγκράζεται, να την αξιολογεί. Να είναι ένας εξαιρετικός παρατηρητής της αλλά όχι κομμάτι της. Να «τραγουδάει» πανέμορφα αλλά έξω από τον χορό… Συνεπώς, δείχνουμε τον σεβασμό μας στον αποθανόντα Αγγελόπουλο για αυτό που ήταν και όχι για αυτό που είμαστε ή θα θέλαμε να είμαστε εμείς…

Αν μπορούσαμε να πούμε κάτι για αυτό καθεαυτό το έργο του Αγγελόπουλου πέρα από τα προφανή, ότι δηλαδή είναι αριστουργηματικό και ότι τον κατατάσσει δίπλα σε «ιερά τέρατα» του κινηματογράφου όπως ο Ταρκόφσκι ή ο Κουροσάβα, θα λέγαμε ότι οι 13 ταινίες του χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: Στις αμιγώς πολιτικές, στις πιο ανθρωποκεντρικές και στις… «αμήχανες».

Η πρώτη κατηγορία ταινιών, αυτή των αμιγώς πολιτικών, συνδέεται και χρονικά με την πρώτη και πιο δημιουργική δεκαετία της καριέρας του. Αποτελείται από την «Αναπαράσταση», την μοναδική του ταινία μαζί με τον «Θίασο» που παραδέχονται σαν αριστούργημα ακόμα και οι πιο φανατικοί εχθροί του. Μια ταινία-σπουδή πάνω στην μετεμφυλιακή πραγματικότητα της ελληνικής επαρχίας. Έπειτα, από τις «Μέρες του ΄36». Μια ταινία που παίρνει σαφή πολιτική θέση για την φασιστική κυβέρνηση του Μεταξά αλλά όντας γυρισμένη στους δρόμους της χουντικής Αθήνας και κάτω από την μύτη της δικτατορίας έχει ελάχιστους διαλόγους ώστε να μην «καρφωθούν» τα φρονήματα του δημιουργού της. Τα μηνύματά της και η θέση της γίνονται πολύ περισσότερο αντιληπτά μέσα από τις εικόνες παρά από τους διαλόγους με αποτέλεσμα ο άπειρος τότε Αγγελόπουλος να σου δίνει την εντύπωση πως αφήνει ημιτελές αυτό που θέλει να πει. Εκεί που απέτυχε στις «Μέρες του ‘36» πέτυχε και με το παραπάνω στην επόμενη ταινία του, τον αριστουργηματικό «Θίασο», μια ταινία που δεν θα ήταν υπερβολή να χαρακτηριστεί μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Ακολούθησε η πιο… «σκληροπυρηνική» πολιτική του ταινία, οι «Κυνηγοί» και στην συνέχεια η αλληγορία της ιστορίας του Βελουχιώτη, ο «Μεγαλέξαντρος». Είναι χαρακτηριστικό πως από τον «Μεγαλέξαντρο» του 1980 μέχρι την επόμενη ταινία που θα χαρακτηρίζαμε «αμιγώς πολιτική» έπρεπε να περάσουν περίπου 24 χρόνια. «Το λιβάδι που δακρύζει» του 2004 είναι η επιστροφή του Αγγελόπουλου στις ρίζες του, αυτές της στρατευμένης τέχνης. Το αριστουργηματικό «Λιβάδι…», εμπλουτισμένο με πολύ περισσότερο συναίσθημα σε σχέση με τις υπόλοιπες ταινίες αυτής της κατηγορίας, είναι μάλλον και η τελευταία μεγάλη ταινία του Αγγελόπουλου.

Η δεύτερη κατηγορία ταινιών του, αυτή των πιο ανθρωποκεντρικών, βρίσκει τον Τεό να καταπιάνεται κατά κύριο λόγο με ζητήματα όπως το νόημα της ζωής και η σημασία του θανάτου, όπως ο έρωτας και οι προσωπικές διαδρομές. Η πολιτική του τοποθέτηση υποβόσκει σε δεύτερο πλάνο και μοιάζει πιο διαλλακτική σε σχέση με το παρελθόν. Η κατηγορία αποτελείται από: το «Ταξίδι στα Κύθηρα», το κύκνειο άσμα του μεγάλου Κατράκη σε ρόλο πρόσφυγα που επιστρέφει μετά από δεκαετίες στο χωριό του και την γυναίκα του. Τον «Μελισσοκόμο», με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στον ρόλο του αριστερού μοναχικού δάσκαλου που ζει με τις αναμνήσεις του. Το υποτιμημένο αλλά αριστουργηματικό (και μεγάλη προσωπική μου αδυναμία) «Τοπίο στην ομίχλη» (φωτό του κειμένου). Η πιο γλυκιά, η πιο συγκινητική, η πιο «προσιτή» ταινία του Αγγελόπουλου με πρωταγωνιστές δυο μικρά παιδιά. Τέλος, το «Μια αιωνιότητα και μία μέρα» με τον Μπρούνο Γκαντζ σε ρόλο ετοιμοθάνατου ποιητή που ζει την τελευταία του μέρα πριν την αιωνιότητα…

Η τρίτη κατηγορία ταινιών του Αγγελόπουλου είναι αυτές των «αμήχανων». Γυρισμένες όλες μετά το 1989, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης δηλαδή, βρίσκουν τον Αγγελόπουλο να προσπαθεί να εκφράσει την αμηχανία του για την οριστική αποτυχία του πειράματος της ΕΣΣΔ. Ο πιο αδύναμος, κατά την άποψη μου, Αγγελόπουλος με μια τρανταχτή εξαίρεση… Τρεις ταινίες σε αυτή την κατηγορία. «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», η δεύτερη συνεργασία του με τον Μαστρογιάνι μετά τον «Μελισσοκόμο». Ίσως η πιο κακή ταινία του, κατά την προσωπική μου άποψη, παρά τον ντόρο που δημιουργήθηκε λόγω της κόντρας ανάμεσα στον Αγγελόπουλο και τον αρχιμανδρίτη Φλώρινας, που δεν επέτρεπε να γυριστεί «αυτή η βλάσφημη ταινία στα μέρη του». «Το βλέμμα του Οδυσσέα», αριστούργημα και η εξαίρεση στην κακιά παρένθεση του Τεό. Το αποκορύφωμα της καριέρας του Χάρβεϊ Καϊτέλ, ένας σπαρακτικός Θανάσης Βέγγος και σκηνές ασύλληπτης δημιουργικής έμπνευσης, το «Βλέμμα…» είναι ίσως η καλύτερη ταινία που βγήκε την δεκαετία του ’90. Τέλος, η τελευταία ταινία του, «Η σκόνη του χρόνου», η πιο άστοχη δημιουργία του Αγγελόπουλου. Σε αυτήν εκφράζει την απαισιοδοξία του για την κοινωνική κινητικότητα μετά το τέλος του «σοσιαλιστικού ονείρου» και ούτε λίγο, ούτε πολύ «θάβει» την «νέα γενιά» εξυμνώντας την δικιά του που, αν και απέτυχε, είχε ιδανικά. Η ταινία ολοκληρώθηκε λίγο πριν τον Δεκέμβρη του 2008 και βγήκε στις αίθουσες μέσα στο 2009. Πριν ο Αγγελόπουλος εκφράσει δημόσια την απαισιοδοξία του για την «νέα γενιά», αυτή είχε κάνει μια εξέγερση και ο Αγγελόπουλος ήταν πιο άστοχος από ποτέ… Αλλά δικαιολογείται. Και οι πιο καλοί παρατηρητές δικαιούνται να κάνουν λάθη. Ειδικά όταν μας έχουν χαρίσει αριστουργήματα…

Κλείνοντας, παραθέτω συνοπτικά τις ταινίες του Αγγελόπουλου με χρονολογική σειρά:

1970: Αναπαράσταση
1972: Μερες του 36
1975: Ο Θίασος
1977: Οι Κυνηγοί
1980: Μεγαλέξαντρος
1984: Ταξίδι στα Κύθηρα
1986: Ο Μελισοκόμος
1988: Τοπίο στην ομίχλη
1991: Το μετέωρο βήμα του πελαργου
1995: Το βλέμμα του Οδυσσέα
1998: Μια αιωνιότητα και μία μέρα
2004: Το λιβάδι που δακρύζει
2009: Η σκόνη του χρόνου