Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Λίγες (χαωτικές) σκέψεις για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο…


Βλέπω κινηματογράφο, με σοβαρούς όρους, εδώ και 15 χρόνια. Με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τις ταινίες του άρχισα να ασχολούμαι πολύ πιο πρόσφατα, μόλις τα τελευταία δυο-τρία χρόνια και μετά από πολλές αναβολές αφού η κυρίαρχη εικόνα μέσω της οποίας πλασάρεται ο Αγγελόπουλος είναι αποτρεπτική για να ασχοληθείς μαζί του. Όταν τελικά το πήρα απόφαση και άρχισα σταδιακά να βλέπω τις ταινίες του, χωρίς υπερβολή, άλλαξε ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμουν μέχρι εκείνη την στιγμή το σινεμά, άνοιξαν νέοι ορίζοντες μπροστά μου αναφορικά με την 7η τέχνη. Οι ταινίες του με μάγεψαν. Όσο παρακολουθούσα την κάθε μια από αυτές ήταν σαν να με έπαιρναν από την πραγματικότητα και να με τοποθετούσαν μέσα στην δικιά τους. Αυτό που δεν κατάλαβα, με την πρώτη, ήταν γιατί τελικά ο Αγγελόπουλος θεωρούταν ένας δύσκολος σκηνοθέτης. Θα μπορούσα να κατανοήσω κάποιον που θα μου έλεγε πως είναι ένας βαρετός σκηνοθέτης. Δεν θα συμφωνούσα αλλά θα το καταλάβαινα. Δύσκολος όμως γιατί; Γρήγορα αντιλήφθηκα τον λόγο. Ναι, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, για τους πολλούς, δεν ήταν απλά ένας βαρετός σκηνοθέτης. Ήταν δύσκολος. Πολύ δύσκολος…

Όταν «ανακάλυψα» τον Αγγελόπουλο ήμουν ήδη πολιτικά κατασταλαγμένος. Είχα κάνει μια ξεκάθαρη επιλογή όσον αφορά «την πλευρά» στην οποία τοποθετώ τον εαυτό μου. Ο Αγγελόπουλος, μέσα από τις ταινίες του, απευθυνόταν σε όσους βρίσκονταν σε αυτή την πλευρά. Επιχειρούσε να ανοίξει έναν διάλογο μαζί τους, να τους κάνει να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν μαζί του αλλά αφού πρώτα τους ταξιδεύσει και τους ανατριχιάσει με την μαγεία των εικόνων του και των νοημάτων πίσω από τις εικόνες του. Όσοι, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, δεν βρίσκονταν σε αυτή την πλευρά δεν τον ενδιέφεραν και αυτός ήταν τελικά ο λόγος που οι ίδιοι τον θεωρούσαν δύσκολο. Δεν μιλούσε την γλώσσα τους γιατί του άρεσαν οι «εσωτερικοί» διάλογοι. Ήθελε να εκφράσει αυτά που είχε στο μυαλό του χωρίς να κάνει ούτε μια έκπτωση στον τρόπο που του άρεσε να τα εκφράζει και αυτό τον καθιστούσε δύσκολο στο ευρύ κοινό. Δεν τον ενδιέφερε άλλωστε το ευρύ κοινό, γραμμένο το είχε. Θα μπορούσαμε τελικά να πούμε πως ο Τεό ήταν ένας μεγάλος ελιτιστής; Και βέβαια θα μπορούσαμε να το πούμε και μάλλον θα είχαμε δίκιο. Ο Τεό ήταν μεγάλος, πολύ μεγάλος ελιτιστής. Και όμως αυτός ο ελιτισμός του τον έκανε, στην πραγματικότητα, και πολύ μεγάλο σαν δημιουργό. Εν τέλει, χαίρομαι που άργησα να τον ανακαλύψω. Αν έβλεπα τις ταινίες του όταν ήμουν απολίτικος, μάλλον θα τον είχα απορρίψει.

Όπως συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, έτσι και τώρα, από την στιγμή που ο Αγγελόπουλος πέθανε ακούμε και διαβάζουμε, από ανθρώπους της αριστεράς κατά κύριο λόγο, «πολιτικοποιημένα» αντίο προς το πρόσωπό του. Μέχρι και το ΝΑΡ (το οποίο, ως γνωστόν, ο Αγγελόπουλος συμπαθούσε) εξέδωσε ανακοίνωση για τον θάνατο του. Η απώλεια του Αγγελόπουλου μετριέται από πολύ κόσμο σαν η απώλεια ενός ανθρώπου που αποτελούσε κομμάτι του κινήματος. Είναι η φυσική συνέχεια μιας αντίληψης που θεωρεί ότι όσο πιο στρατευμένο είναι το έργο ενός καλλιτέχνη τόσο πιο… «δικός μας» είναι. Όσο και αν έχω διαμορφωθεί σαν χαρακτήρας από στρατευμένους καλλιτέχνες, όσο και αν οι αγαπημένοι μου δημιουργοί έχουν να επιδείξουν κατά κύριο λόγο «πολιτικό» έργο, δεν θα μπορούσα να διαφωνώ πιο πολύ με την συγκεκριμένη αντίληψη και αισθάνομαι την ανάγκη να διαχωρίσω τους λόγους της λύπης μου για τον θάνατο του Αγγελόπουλου. Αν υπάρχει κάτι που γίνεται πιο φτωχό με τον θάνατο του Τέο, αυτό είναι το παγκόσμιο σινεμά. Τίποτα άλλο. Ο θάνατός του δεν θα επηρεάσει τίποτα όσον αφορά τον καθημερινό αγώνα και το πρόσωπό του δεν μπορεί να γίνει κανενός είδους σύμβολο για τίποτα από αυτά που αξίζει να αγωνίζεσαι. Κυρίως, γιατί ο Αγγελόπουλος όσο και αν μας έχει ανατριχιάσει, όσο και αν μας έχει ταξιδεύσει, όσο και αν μας έχει προβληματίσει, δεν ήταν και δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι «ένας από εμάς».

Ο Αγγελόπουλος είχε κομμουνιστή πατέρα, μεγάλωσε με τις διηγήσεις του και έφτιαξε μέσα στο κεφάλι του έναν κομμουνιστικό αξιακό κώδικα. Το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του όμως ήταν ένας αστός, ξεκομμένος και απόμακρος από το καταπιεσμένο κομμάτι της κοινωνίας, πράγμα λογικό με βάση την ίδια την ταξική του θέση. Όσο πιο πολύ εδραιωνόταν σαν δημιουργός μάλιστα, όσο πιο πολύ διεθνώς αναγνωριζόταν και όσο πιο αγαπημένο «εξαγώγιμο προϊόν» του ελληνικού κράτους γινόταν, τόσο περισσότερο «αποκομμουνιστικοποιούνταν» οι ταινίες του. Δεν είναι τυχαίο πως από τις τέσσερις δεκαετίες καριέρας του, μόλις η πρώτη (αυτή του ‘70) ήταν η πραγματικά στρατευμένη του. Ο Αγγελόπουλος δεν ήταν κομμουνιστής γιατί δεν είχε την ανάγκη να είναι. Ο Αγγελόπουλος ήταν ένας προοδευτικός τύπος για τα δεδομένα της αστικής τάξης και μέχρι εκεί. Ήταν ότι και πολλοί ακόμα «προοδευτικοί καλλιτέχνες», μικρότερου βεληνεκούς από τον ίδιο. Κάποιος που μπορούσε να βλέπει από μακριά μια αγαπημένη κατάσταση, να την εξετάζει, να την αφουγκράζεται, να την αξιολογεί. Να είναι ένας εξαιρετικός παρατηρητής της αλλά όχι κομμάτι της. Να «τραγουδάει» πανέμορφα αλλά έξω από τον χορό… Συνεπώς, δείχνουμε τον σεβασμό μας στον αποθανόντα Αγγελόπουλο για αυτό που ήταν και όχι για αυτό που είμαστε ή θα θέλαμε να είμαστε εμείς…

Αν μπορούσαμε να πούμε κάτι για αυτό καθεαυτό το έργο του Αγγελόπουλου πέρα από τα προφανή, ότι δηλαδή είναι αριστουργηματικό και ότι τον κατατάσσει δίπλα σε «ιερά τέρατα» του κινηματογράφου όπως ο Ταρκόφσκι ή ο Κουροσάβα, θα λέγαμε ότι οι 13 ταινίες του χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: Στις αμιγώς πολιτικές, στις πιο ανθρωποκεντρικές και στις… «αμήχανες».

Η πρώτη κατηγορία ταινιών, αυτή των αμιγώς πολιτικών, συνδέεται και χρονικά με την πρώτη και πιο δημιουργική δεκαετία της καριέρας του. Αποτελείται από την «Αναπαράσταση», την μοναδική του ταινία μαζί με τον «Θίασο» που παραδέχονται σαν αριστούργημα ακόμα και οι πιο φανατικοί εχθροί του. Μια ταινία-σπουδή πάνω στην μετεμφυλιακή πραγματικότητα της ελληνικής επαρχίας. Έπειτα, από τις «Μέρες του ΄36». Μια ταινία που παίρνει σαφή πολιτική θέση για την φασιστική κυβέρνηση του Μεταξά αλλά όντας γυρισμένη στους δρόμους της χουντικής Αθήνας και κάτω από την μύτη της δικτατορίας έχει ελάχιστους διαλόγους ώστε να μην «καρφωθούν» τα φρονήματα του δημιουργού της. Τα μηνύματά της και η θέση της γίνονται πολύ περισσότερο αντιληπτά μέσα από τις εικόνες παρά από τους διαλόγους με αποτέλεσμα ο άπειρος τότε Αγγελόπουλος να σου δίνει την εντύπωση πως αφήνει ημιτελές αυτό που θέλει να πει. Εκεί που απέτυχε στις «Μέρες του ‘36» πέτυχε και με το παραπάνω στην επόμενη ταινία του, τον αριστουργηματικό «Θίασο», μια ταινία που δεν θα ήταν υπερβολή να χαρακτηριστεί μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Ακολούθησε η πιο… «σκληροπυρηνική» πολιτική του ταινία, οι «Κυνηγοί» και στην συνέχεια η αλληγορία της ιστορίας του Βελουχιώτη, ο «Μεγαλέξαντρος». Είναι χαρακτηριστικό πως από τον «Μεγαλέξαντρο» του 1980 μέχρι την επόμενη ταινία που θα χαρακτηρίζαμε «αμιγώς πολιτική» έπρεπε να περάσουν περίπου 24 χρόνια. «Το λιβάδι που δακρύζει» του 2004 είναι η επιστροφή του Αγγελόπουλου στις ρίζες του, αυτές της στρατευμένης τέχνης. Το αριστουργηματικό «Λιβάδι…», εμπλουτισμένο με πολύ περισσότερο συναίσθημα σε σχέση με τις υπόλοιπες ταινίες αυτής της κατηγορίας, είναι μάλλον και η τελευταία μεγάλη ταινία του Αγγελόπουλου.

Η δεύτερη κατηγορία ταινιών του, αυτή των πιο ανθρωποκεντρικών, βρίσκει τον Τεό να καταπιάνεται κατά κύριο λόγο με ζητήματα όπως το νόημα της ζωής και η σημασία του θανάτου, όπως ο έρωτας και οι προσωπικές διαδρομές. Η πολιτική του τοποθέτηση υποβόσκει σε δεύτερο πλάνο και μοιάζει πιο διαλλακτική σε σχέση με το παρελθόν. Η κατηγορία αποτελείται από: το «Ταξίδι στα Κύθηρα», το κύκνειο άσμα του μεγάλου Κατράκη σε ρόλο πρόσφυγα που επιστρέφει μετά από δεκαετίες στο χωριό του και την γυναίκα του. Τον «Μελισσοκόμο», με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στον ρόλο του αριστερού μοναχικού δάσκαλου που ζει με τις αναμνήσεις του. Το υποτιμημένο αλλά αριστουργηματικό (και μεγάλη προσωπική μου αδυναμία) «Τοπίο στην ομίχλη» (φωτό του κειμένου). Η πιο γλυκιά, η πιο συγκινητική, η πιο «προσιτή» ταινία του Αγγελόπουλου με πρωταγωνιστές δυο μικρά παιδιά. Τέλος, το «Μια αιωνιότητα και μία μέρα» με τον Μπρούνο Γκαντζ σε ρόλο ετοιμοθάνατου ποιητή που ζει την τελευταία του μέρα πριν την αιωνιότητα…

Η τρίτη κατηγορία ταινιών του Αγγελόπουλου είναι αυτές των «αμήχανων». Γυρισμένες όλες μετά το 1989, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης δηλαδή, βρίσκουν τον Αγγελόπουλο να προσπαθεί να εκφράσει την αμηχανία του για την οριστική αποτυχία του πειράματος της ΕΣΣΔ. Ο πιο αδύναμος, κατά την άποψη μου, Αγγελόπουλος με μια τρανταχτή εξαίρεση… Τρεις ταινίες σε αυτή την κατηγορία. «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», η δεύτερη συνεργασία του με τον Μαστρογιάνι μετά τον «Μελισσοκόμο». Ίσως η πιο κακή ταινία του, κατά την προσωπική μου άποψη, παρά τον ντόρο που δημιουργήθηκε λόγω της κόντρας ανάμεσα στον Αγγελόπουλο και τον αρχιμανδρίτη Φλώρινας, που δεν επέτρεπε να γυριστεί «αυτή η βλάσφημη ταινία στα μέρη του». «Το βλέμμα του Οδυσσέα», αριστούργημα και η εξαίρεση στην κακιά παρένθεση του Τεό. Το αποκορύφωμα της καριέρας του Χάρβεϊ Καϊτέλ, ένας σπαρακτικός Θανάσης Βέγγος και σκηνές ασύλληπτης δημιουργικής έμπνευσης, το «Βλέμμα…» είναι ίσως η καλύτερη ταινία που βγήκε την δεκαετία του ’90. Τέλος, η τελευταία ταινία του, «Η σκόνη του χρόνου», η πιο άστοχη δημιουργία του Αγγελόπουλου. Σε αυτήν εκφράζει την απαισιοδοξία του για την κοινωνική κινητικότητα μετά το τέλος του «σοσιαλιστικού ονείρου» και ούτε λίγο, ούτε πολύ «θάβει» την «νέα γενιά» εξυμνώντας την δικιά του που, αν και απέτυχε, είχε ιδανικά. Η ταινία ολοκληρώθηκε λίγο πριν τον Δεκέμβρη του 2008 και βγήκε στις αίθουσες μέσα στο 2009. Πριν ο Αγγελόπουλος εκφράσει δημόσια την απαισιοδοξία του για την «νέα γενιά», αυτή είχε κάνει μια εξέγερση και ο Αγγελόπουλος ήταν πιο άστοχος από ποτέ… Αλλά δικαιολογείται. Και οι πιο καλοί παρατηρητές δικαιούνται να κάνουν λάθη. Ειδικά όταν μας έχουν χαρίσει αριστουργήματα…

Κλείνοντας, παραθέτω συνοπτικά τις ταινίες του Αγγελόπουλου με χρονολογική σειρά:

1970: Αναπαράσταση
1972: Μερες του 36
1975: Ο Θίασος
1977: Οι Κυνηγοί
1980: Μεγαλέξαντρος
1984: Ταξίδι στα Κύθηρα
1986: Ο Μελισοκόμος
1988: Τοπίο στην ομίχλη
1991: Το μετέωρο βήμα του πελαργου
1995: Το βλέμμα του Οδυσσέα
1998: Μια αιωνιότητα και μία μέρα
2004: Το λιβάδι που δακρύζει
2009: Η σκόνη του χρόνου